- πίτυρο
- το / πίτυρον, ΝΑ, και πίτουρο και πίτερο, Νο φλοιός που αποβάλλεται κατά την άλεση τών δημητριακών και ιδίως τού σιταριούνεοελλ.1. φρ. «τρώει πίτουρα»μτφ. (για πρόσ.) είναι ανόητος, χαζός σαν ζώο2. παροιμ. «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τόν τρων' οι κότες» — λέγεται για να δηλώσει ότι εκείνος που αναμιγνύεται σε φαύλες υποθέσεις υφίσταται στο τέλος τις συνέπειεςαρχ.1. νόσος τής επιδερμίδας και ιδίως τού τριχωτού τής κεφαλής, πιτυρίαση2. καθίζημα τών ούρων όμοιο με πίτυρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πίτυρον εμφανίζει το ίδιο επίθημα -υρον με το συγγενές νοηματικά λέπ-υρον «περίβλημα καρπού, φλούδα». Κατά μία άποψη, η λ. προήλθε με ανομοίωση από αμάρτυρο τ. *πύτυρον (πρβλ. λατ. putus «αγνός», αρχ. ινδ. pavate «εξαγνίζω», pavana- «λιχνιστήρι»), ενώ κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με τον τ. πίτυλος. Στη Νέα Ελληνική ο τ. πίτερο προήλθε από το πίτυρον με τροπή τού άτονου /ι/ σε /e/ πριν από υγρό (πρβλ. άχυρο - άχερο, μάγειρας - μάγερας, μυρσίνη - μερσίνη, μυρμήγκι - μερμήγκι κ.ά.), ενώ στον τ. πίτουρο το -υ- εμφανίζει την αρχ. προφορά του ως /u/ = ου (πρβλ. ξυράφι(ον) - ξουράφι, τύμπανο - τούμπανο, σύρω- σούρ(ν)ω)].
Dictionary of Greek. 2013.